Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Η... όπως ήλιος



από το βιβλίο "Το αλφαβητάρι της φύσης" της Μαρίας Φραγκιά,
Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα παλάτι στα πέρατα της γης, ζούσε ένα παλικάρι, που το έλεγαν Ηλία. Ήταν ψηλός, ξανθός, με αστραφτερά μάτια και καθάριο πρόσωπο. Ήταν τόσο καλός και πονόψυχος που, όταν χαμογελού­σε, όλη η πλάση αστραποβολούσε και γλύκαινε; ημέρευαν οι φουρτουνια­σμένες θάλασσες, καθάριζε ο συννεφιασμένος ουρανός, ευωδίαζαν γλυκά όλα τα λουλούδια. Ακόμα και τ' άγρια θεριά ξάπλωναν σαν γατούλες στα πό­δια του να τις χαϊδέψει... τόσο καλός ήταν!
Το παλάτι του Ηλία ήταν πανέμορφο και μαγεμένο, όλα γινόντουσαν μονα­χά τους: μόνα τους πλένονταν τα πιάτα και τα ποτήρια, μόνα τους κλαδεύο­νταν τα δέντρα στον κήπο, μόνα τους στρώνονταν τα κρεβάτια και τα τραπέ­ζια, μόνες τους οι σκούπες καθάριζαν χορεύοντας τα πατώματα κάθε βράδυ. Έτσι ο Ηλίας ζούσε ανέμελος κι ευτυχισμένος, χωρίς ποτέ του να 'χει αντα­μώσει άλλον άνθρωπο...
Μα ένα βράδυ είδε ένα παράξενο όνειρο: περπατούσε, τάχα, μέσα στο σκοτάδι κι άκουγε κάτι περίεργους θορύβους, κάτι ήχους αλλόκοτους, που του τάραζαν την ψυχή... Ξύπνησε το πρωί μ' ένα βάρος στην καρδιά και για πρώτη φορά δεν χαμογελούσε. Όλη τη μέρα τριγυρνούσε άκεφος και το βράδυ είχε πια πάρει την απόφαση ν' ανακαλύψει οπωσδήποτε τι ήταν αυτοί οι ήχοι. Έτσι την άλλη μέρα βγήκε από τα τείχη του παλατιού κι άρχισε να πε­ριπλανιέται. Κατά το βράδυ έφτασε σε μια πολιτεία. Στάθηκε σκεφτικός έξω από τα τείχη, χωρίς να ξέρει τι να κάνει, όταν άκουσε ένα ζητιάνο να του λέει με παραπονιάρικη φωνή: "Βοηθήστε με, σας παρακαλώ, καλέ μου άνθρωπε! Είμαι κουτσός και δεν μπορώ να πάω σπίτι μου!" "Τι θα πει κουτσός;" ρώτησε παραξενεμένος ο Ηλίας. "Με κοροϊδεύεις;" θύμωσε ο ζητιάνος. "Κουτσός α-ναι αυτός που δεν μπορεί να περπατήσει!" Ο Ηλίας ένιωσε κάτι παράξενο στην καρδιά του, σαν τσίμπημα: "Κι υπάρχουν πολλοί σαν εσένα;" ρώτησε στενοχωρημένος. Ο ζητιάνος τον κοίταξε σκεφτικός: "Έλα να τριγυρίσουμε στην πόλη, μόνο που θα στηρίζομαι πάνω σου", είπε. Και ξεκίνησαν. Στο πρώτο σπίτι που συνάντησαν αντάμωσαν μια κοπέλα, που καθόταν στην αυλόπορτα με τα χέρια σταυρωμένα: "Αυτή είναι η Ροδούλα. Είναι τυ­φλή, πάει να πει δεν βλέπει..." ψιθύρισε στο αυτί του Ηλία ο ζητιάνος. Πιο κά­τω συνάντησαν ένα παιδί που κουνιόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα: "Αυτός είναι ο Ιάσονας, γεννήθηκε κουφός, δηλαδή δεν ακούει..." είπε πάλι ο ζητιάνος. Πιο πέρα συνάντησαν ένα γέρο που αγωνιζόταν να σπρώξει με το πόδι του μια καρέκλα: "Αυτός είναι ο γερο-Θωμάς, δεν έχει χέρια..." είπε ο ζητιάνος. Η καρδιά του Ηλία άρχισε τώρα να πονάει και στ' αυτιά του βούιζαν αλλόκοτοι ήχοι του ονείρου του: "Φτάνει!" φώναξε στο ζητιάνο. "Δεν αντέχω τόση δυστυχία! Εκεί, στο ολόχρυσο παλάτι μου κλεισμένος, περνούσα εγώ καλά, μα δεν είχα ιδέα ότι τόσοι άνθρωποι υποφέρουν! Τώρα όμως που ξέρω, δεν μπορώ να ξαναγελάσω όταν οι γύρω μου κλαίνε... Κάτι πρέπει να κάνω γι' αυτό!..." Αμέσως ο Ηλίας ξαναγύρισε στο χρυσό του παλάτι, γκρέμισε τα τείχη κι άρχισε κάθε μέρα να κάνει το γύρο του κόσμου πάνω στο χρυσό του άρμα, πετώντας ένα χαμόγελο σε κάθε σπίτι μέσα από τα παράθυρα, πιασμένο σε χρυσή κλωστή. Έτσι ο Ηλίας έγινε ο Ήλιος και κάθε μέρα οι ζεστές, χαμογελαστές καλημέρες του μας χαρίζουν τη δύναμη να προσπαθήσουμε για ένα καλύτερο αύριο...


Δεν υπάρχουν σχόλια: