της Φιλομήλας Βακάλη
Φίλοι μου γεια
σας,
Την Άννα, σας το
χω ξαναπεί, την αγαπάω πολύ. Κι εκείνη εμένα, Οι πονηριές και οι σκανταλιές, που κάνουμε η μια
στην άλλη, είναι το παιχνίδι μας. Η γιαγιά, όταν μας βλέπει, χαμογελάει νοσταλγικά,
θυμάται τα δικά της.
« Έτσι έπαιζα
και γω με τον αδερφό μου», μας λέει. Ευκαιρία ζητά, να μιλά για κείνον. « Εκεί
που ήμασταν μέλι γάλα, συνεχίζει, εκεί μας άκουγε η γειτονιά. Το παιχνίδι τα
έχει όλα. Η σκανταλιά είναι το αλατοπίπερο. .Μαλώναμε, φιλιώναμε... Μεταξύ μας
το βρίσκαμε. Δεν ανακατεύαμε τους μεγάλους. Αν πήγαινε κάποιος απ' τους δυο
μας, να ζητήσει βοήθεια, τον σταματούσε ο άλλος επαναλαμβάνοντας ρυθμικά:
Κατσιασμένο Κολλητήρι
Κόψε πια το τίρι
λίρι»
Κανείς δεν
σήκωνε τη ρετσινιά και γι αυτό, σταματούσαμε…
Το ξεσηκώσαμε
και σε κάθε δύσκολη ώρα το λέμε και μεις.. Χαμένοι κερδισμένοι δεν υπάρχουν.
Μόνο να μην ανακατευτούν οι μεγάλοι, το παιχνίδι μπορεί να μας ξεφύγει, και
τότε, πολλά μπορεί να συμβούν...
Κατά παράδοση,
(είπαμε είναι πολύ παραδοσιακή η οικογένεια μου), μέρες που ήταν, ετοιμάζαμε
τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονο, Η μαμά τα ζύμωνε η γιαγιά το έπλαθε.
Εμείς, βοηθοί πλάστη. Στην Άννα δηλαδή, είχαν δώσει ένα μικρό κομμάτι ζύμη,
έτσι για να μην παραπονιέται. Εκείνη όμως, ήθελε να γεμίσει ένα ολόκληρο ταψί
και όπως μας δήλωσε, το ήθελε να είναι κατάδικο της, πριν και μετά το ψήσιμο. «Εξ'
ου» και το φαεινό μου σχέδιο. Μεγάλη φαντασία!
Φεύγω απ' την
κουζίνα, χωρίς να της πω τίποτε. Κοντοστέκομαι, για λίγο στο τζάκι και μόλις τη
βλέπω να έρχεται, παίρνω φόρα για το δωμάτιο μας. Κλείνω τα παντζούρια και
τραβώ τις κουρτίνες.
- Ακόμα δε
νύχτωσε, τι σ’ έπιασε ξαφνικά; με ρωτάει.
- Ξαφνικά; Τι
ξαφνικά παιδάκι μου, τέτοιες μέρες, τέτοια
λόγια... Κάθε χρόνο έρχονται, λες φέτος, να βάλουν πλώρη για το
φεγγάρι;
- Ποιοι;
- Που ζεις
Αννούλα μου; Οι καλικάντζαροι, ποιοι άλλοι!
- Χα, χα, χαζή,
αφού είναι ψεύτικοι. Μόνο στα παραμύθια υπάρχουν.
- Ακου στα
παραμύθια! Καλά θα ήταν, αλλά δυστυχώς... Το πιστεύεις, δεν το πιστεύεις,
είναι αληθινότατοι.
Εδώ, θα τους έχουμε, κοντά μας, για δώδεκα ολόκληρες μέρες. Από τα
Χριστούγεννα ως τα Φώτα. Είχα πάρει ύφος μελοδραματικό. Σιγά, τους έχεις δει
ποτέ; με ρωτάει ψύχραιμη ακόμα.
- Παναγίτσα μου,
και, μόνο που τους σκέπτομαι, τρέμω. Φαίνεται πως έκανα καλά τη δουλειά μου.»
Υποκριτική, άριστα δέκα!». Άρχισε να με πιστεύει.
- Τι θα μας
κάνουν, είναι κακοί;
- Μόνο κακοί, δε
θα πει τίποτα. Μοχθηροί, απαίσιοι, κακομούτσουνοι, γεμάτοι τρίχες, με σουβλερά
αυτιά, μακριές ουρές και πόδια τράγου.... Όλο το χρόνο βρίσκονται στον κάτω
κόσμο. Ξέρεις τι κάνουν εκεί; Ροκανίζουν τις κολόνες που κρατούν τη γη. Πως
νομίζεις ότι γίνονται οι σεισμοί... Όταν καταλάβουν όμως, πως είναι έτοιμες οι
κολόνες να πέσουν και να τους πλακώσουν, τότε ανεβαίνουν τροχάδην στην επιφάνεια
για να γλιτώσουν, Μαθημένοι στην καταστροφή, όσο είναι κοντά μας κάνουν τα
ίδια. Ζημιές, βρομιές και σκανταλιές. Αφού τη φόβισα για τα καλά, αλλάζω ύφος.
- Όλοι
φοβούνται. Και οι μεγάλοι. Μη βλέπεις που δεν το δείχνουν. Τους καλοπιάνουν
όμως. Μπορούμε να τους καλοπιάσουμε κι εμείς.
- Μα πώς θα τους
καλοπιάσουμε, γίνεται;
- Όλα γίνονται.
Κόλπο χρειάζεται. Αυτοί οι έτσι και τ’ όνομα τους ακόμα τρέμω να το
πω, έχουν αδυναμία στα γλυκά. Δίνε τους γλυκά και τίποτε άλλο. Μέρα, νύχτα δεν
τα χορταίνουν. Προπαντός τη νύχτα. Τη μέρα είναι προσεχτικοί. Δεν θέλουν να
τους βλέπουμε, μας αποφεύγουν. Γι αυτό και δεν τους έχεις δει ποτέ. Άμα τους
δίνουμε γλυκό, θα μας αφήνουν ήσυχες, κατάλαβες;
- Καλύτερα να
μην κάνουμε τίποτε. Να κλείνουμε μόνο καλά τις πόρτες και τα παράθυρα. Να μην
μπορούν να μπουν στο σπίτι καθόλου, ούτε για γλυκά.
- Άκου τι
λέει... Ανοιχτά κλειστά, αυτοί μπορούν να μπουν ανενόχλητοι. Τι νομίζεις,
φορούν τα καλά τους, τη ριγέ γραβάτα, βάζουν στραβά το καπελάκι τους, χτυπούν
το κουδούνι και ρωτούν ευγενικά « Μπορούμε να περάσουμε, παρακαλώ;» Αεροπλανικά
έρχονται, από κει που δεν τα περιμένεις.
Μπαίνουν από τους εξαεριστήρες και τις καμινάδες. Το καλό που σου θέλω, μακριά
από το τζάκι. Ακόμα κι από τις στάχτες μπορεί να ξεπηδήσει κανένα.
Ε λοιπόν, τι να
σας πω, το κόλπο έπιασε τόσο καλά που δεν το πίστευα. Πρώτον, δεν ξαναπήγε
κοντά στο τζάκι, ούτε περαστική. Δεύτερον, εννιά μέρες για την ακρίβεια, δεν
έβαλε γλυκό στο στόμα της και τρίτον..., επειδή γι αυτό δεν είμαι ολωσδιόλου
υπεύθυνη εγώ, το φυλάω γιο το τέλος.
Μας σέρβιρε η
μαμά κουραμπιέδες, μελομακάρονα ή δίπλες, ανάλογα με την
Ώρα πριν
προλάβει η Άννα να απλώσει το χέρι της, εγώ, με κάποια ανησυχία, άρχιζα.
Ωχ κι αν έρθουν το βράδυ με τον αρχηγό τους, το
γέρο Μαντρακούλο. τι θα κάνουμε; Να μην τα φάμε καλύτερα, να το βρουν και να
μας αφήσουν ήσυχες.
Στο λεπτό τα
παρατούσε. Ούτε για μυρουδιά δεν τα πλησίαζε. Και είναι μια γλυκαντζού! Με λύπη
μου τάχα, τα άφηνα κι εγώ. Κρυφά όμως, τα καταβρόχθιζα όλα και τα δικά της. Ένα
κιλό πήρα.. Και πιο πολύ χαιρόμουν με το κόλπο που είχε πιάσε για καλά….
Ένα απόγευμα, η
μαμά είχε καλέσει την κυρία Άσπα, τη θεία Πολυξένη και δυο φίλες της για καφέ.
Η Μούλου θέλοντας να τις ευχαριστήσει, έκανε ένα γλυκό της πατρίδας της.
Παίζαμε στην τραπεζαρία, ήρθε, όλο καμάρι και μας άφησε από ένα πιατάκι. Ενθουσιασμένη
το τράβηξα κοντά μου. Είδα την Άννα, να κάνει με λαχτάρα την ίδια κίνηση.
Σήκωσα με φούρια το κουτάλι. Αμέσως, σαν κάτι ξαφνικό να είχε συμβεί, σταματάω
απότομα και κοιτώ επίμονα προς την κουζίνα. Το φως ήταν σβηστό. Η Άννα κάρφωσε
το βλέμμα της πάνω μου. Έκανα πως δεν την πρόσεξα. Συνέχιζα να κοιτώ μια προς
την κουζίνα μια το γλυκό. Έψαχνα τρομαγμένη. Πετάει το κουτάλι από τα χέρια της
- Μα τι τρέχα,
με ρωτάει έντρομη.
- Δεν άκουσες
τίποτα, Δε θέλω να σε τρομάξω... αλλά θαρρώ... Κάτι... σαλεύει εκεί μέσα, λέω
κοφτά και γρήγορα
- Λες να είναι ο
γέρο- Μαν...Μαν,..Ί
- Ξέρω κι εγώ',
Δε θα του περάσει όμως. Αρκετά έφαγε, αυτό το γλυκό δε θα το χάσω, κάνω
πεισμωμένη.
- Όχι, μη, μη.
Εγώ το αφήνω.
- Με φοβίζεις,
θα το αφήσω κι εγώ, λέω απογοητευμένη, Έβγαλε μια φωνή και έτρεξε στο σαλόνι.
Μετά από λίγο λεπτά, όσο χρειάστηκαν για.. να καταβροχθίσω το δυο γλυκά, πήγα
να τη βρω. Την κρατούσε στο γόνατα
της η θεία Πολυξένη.
- Ποιος καμάρι
μου σου τα ‘πε αυτά... έπιασα να της λέει. Ωχ. είχε πέσει το κάρφωμα. Πήρα το
πιο αθώο. ως ηλίθιο ύφος που μπορούσα. Φάνηκε, πως η θείο δεν είχε πειστεί. Με
κοίταξε καλά καλά, έσμιξε τα φρύδια της και συνέχισε
- Μη μου
στενοχωριέσαι Αννούλα μου, εγώ θα σε πάρω στο σπίτι, θα σε κρατήσω μέχρι που να
αρχίσουν τα σχολεία. θα παίξετε με τη Μιμίκα την ξαδερφούλα σου, θα περάσετε
πολύ ωραία. Όχι, για να μάθουν μερικοί,
μερικοί... και με ξανακοίταξε με νόημα. «Οι μερικοί μερικοί...».δηλαδή εγώ,
όπως καταλαβαίνετε, «είχαν σκάσει από το κακό τους». Κοίταξα την Άννα επίμονα
και με σφιγμένο δόντια άρχισα να ψιθυρίζω:
Κατσιασμένο
Κολλητήρι,
κόψε πια το ....
Εκείνη, με
αγνόησε τελείως. Ικανοποιημένη, χώθηκε πιο βαθιά στην αγκαλιά της θείας..
Αγκαλιασμένες έφυγαν από το σπίτι.
Έτσι συνέβη και
το τρίτο, αυτό που είχα φυλάξει για το τέλος. Η θεία Πολυξένη, θέλοντας να
ευχαριστήσει την Άννα, την μπούκωσε στην κυριολεξία, όπως κάνει με το θρεφταράκι
της, τη Μιμίκα Η Άννα έπαθε δυσπεψία και για μέρες, ακόμα δηλαδή, κάνει δίαιτα.
Κάποιο στιγμή θα το πληρώσω. Κι αναρωτιέμαι, γιατί, Έφταιξα εγώ ή οι μεγάλοι
που ανακατεύονται στα παιχνίδια μας.
Με αγάπη 'Αννα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου