της Εύης Τσιτιρίδου
Ο
Ζέφυρος και η Χλωρίδα.
Ο
Ζέφυρος ήταν γιος του Αστραίου και της Ηούς και κατοικούσε στη Θράκη μαζί με τους άλλους ανέμους. Στην Οδύσσεια
αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ως ο ελαφρύς και γλυκός άνεμος που αυξάνει τη
βλάστηση και ωριμάζει τους καρπούς στους κήπους του βασιλιά Αλκίνοου.
Ο Βορέας και η Ωρείθυια
«Ποιος
είναι αυτός που θα τολμήσει να αντισταθεί στη θέλησή μου; Εγώ σηκώνω κύματα βουνά, ξεριζώνω δέντρα
αιωνόβια, ισοπεδώνω κάστρο απόρθητα και κάνω κοτζάμ γη να τρέμει στο πέρασμα
μου και θα ντροπιαστώ παρακαλώντας σαν
μαθητούδι έναν κοινό θνητό; Αφού δε μου τη δίνεις θα την κλέψω την Ωρείθυια» βρυχήθηκε οργισμένος.
Μεμιάς
πλατάγισε τις δυνατές του
φτερούγες κι έγινε χαλασμός: χιλιόχρονα δάση κουνιόνταν συθέμελα σαν τις
καλαμιές, οι θάλασσες άφρισαν από
τα θεόρατα κύματα κι ο ουρανός μαύρισε από τα σύννεφο που χαμήλωναν επικίνδυνα φορτωμένα βροχή και χαλάζι. Τα ζώα έτρεχαν αλαφιασμένα,
ψάχνοντας τρόπο και γωνιά για να προφυλαχτούν από την παγωνιά. Έδωσε μια ο Βορέας, άρπαξε την Ωρείθυια κι από δω
παν' κι οι άλλοι... Την
πήγε στα παλάτια του κι έκανε μαζί της δίδυμα, δυο πανώρια παλικάρια. Ο Ζήτης και ο Κάλαϊς είχαν φτερούγες
και πετούσαν σαν τον πατέρα
τους. Πήραν, μάλιστα, μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και άφησαν όνομα στη μυθολογία για τα ηρωικά τους κατορθώματα.
Αίολος ο άρχοντας των ανέμων
Όταν
ο Οδυσσέας έφτασε με τους συντρόφους του
στο νησί του Αιόλου, ο άρχοντας των ανέμων τους καλοδέχτηκε και τους περιποιήθηκε
για έναν ολόκληρο μήνα. Κι όταν, χορτασμένοι, ξεκούραστοι και ευχαριστημένοι,
αποφάσισαν να σαλπάρουν για την
Ιθάκη, φώναξε τον Οδυσσέα και του είπε:
Ο Οδυσσέας τον ευχαρίστησε, φορτώθηκε το σακί, που ήταν ασήκωτο από το
βάρος, και πήγε στο καράβι. Ορμήνεψε τους συντρόφους του να μην το ανοίξουν για κανένα λόγο και ξεκίνησαν για το ταξίδι της επιστροφής. Δέκα μέρες αρμένιζαν σε θάλασσα γαλήνια, με παραστάτη τον
καλότροπο Ζέφυρο. ώσπου τα βουνά της Ιθάκης άρχισαν να αχνοφαίνονται στον
ορίζοντα. Δεν ήταν, ωστόσο, γραφτό να τελειώσουν έτσι εύκολα τα βάσανα του πολύπαθου Οδυσσέα. Ο
Ποσειδώνας, που τον εχθρευόταν θανάσιμα
γιατί του τύφλωσε τον κανακάρη του, τον Κύκλωπα Πολύφημο, έβαλε
το χεράκι του... Τον βύθισε σε ύπνο βαθύ
και στο μεταξύ οι σύντροφοί του έκαναν το θαύμα τους. Περίεργοι να μάθουν το
περιεχόμενου του σακιού, το άνοιξαν. Αδύνατον να σας περιγράψω τι κακό έγινε: ξεχύθηκαν
μανιασμένοι από την κλεισούρα οι άνεμοι και τρομερή φουρτούνα ξέσπασε! Το
καράβι τραμπαλιζόταν σαν καρυδότσουφλο στα πελώρια κύματα, που το έδερναν απ'
όλες τις κατευθύνσεις. Πετάχτηκε απ' τον ύπνο ο Οδυσσέας, αλλά ήταν πια αργά.
Με τα χίλια ζόρια κατάφεραν να επιστρέψουν σώοι πίσω στο νησί του Αιόλου.
Μάταια ο Οδυσσέας τον παρακάλεσε να συγχωρήσει τους επιπόλαιους συντρόφους του.
Θυμωμένος εκείνος, και με το δίκιο του, τους έδιωξε κακήν κακώς από το παλάτι.
Από τότε μας έμεινε η φράση «άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου», που λέμε όταν
κάποιοι με τις πράξεις τους προκαλούν
μεγάλη αναστάτωση και προβλήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου