της Ελένης Χωρεάνθη
Έρραναν
τον τάφον αι μυροφόροι μύρα λίαν
πρωί
Λίαν πρωί, όρθρου βαθέος, την ώρα που είναι το πιο
βαθύ σκοτάδι, λίγο προτού να ξημερώσει, κίνησαν για τον τάφο οι μυροφόρες,
φέρνοντας μύρα για να αλείψουνε το σώμα του δασκάλου. Κι ένας φόβος φώλιαζε
στην ψυχή και στην καρδιά της κάθε μιας.
Σιγά
σιγά το βαθύ σκοτάδι πήρε ν' αραιώνει. Η νύχτα με φοβισμένα βήματα
αποτραβιόταν. Στους γύρω λόφους, αλαφιασμένους ακόμα από το μεγάλο δράμα του
Ιησού, αχνά, δειλά διαγραφόταν το άγγιγμα της νέας μέρας σε ακαθόριστες
καμπύλες. Κι ο κόσμος μόλις τολμούσε να βγει από τη βαθιά σιωπή του τρόμου και
της αγωνίας.
Είχαν
περάσει τρεις ημέρες, σχεδόν, από τη Σταύρωση και την Ταφή. Τρεις ημέρες πόνου,
λύπης, αγωνίας και αμφιβολιών. Οι μαθητές, βουτηγμένοι στην πιο βαθιά λύπη,
αναρωτιούνται:
«Θ’
αναστηθεί ο Διδάσκαλος;»
«Είπε,
σε τρεις ημέρες θ' ανοικοδομήσει το Ναό!»
«Και
«ο υιός του ανθρώπου θα μαστιγωθεί, θα θανατωθεί και την τρίτην ημέρα θα
εγερθεί εκ νεκρών», έτσι λένε οι προφήτες».
Οι
φόβοι, η απόγνωση, η ολιγοπιστία, η προδοσία, αντιμάχονται την πίστη, την
ελπίδα, τους πόθους και τις προσδοκίες.
«Κι
αν δεν αναστηθεί...»
«Κι
αν όλα ήταν ένα όνειρο, μια περιπέτεια, μια τραγική ιστορία με αναπάντεχο
τέλος;»
«Κι
αν...»
Η
υποταγή του Ιησού, του Υιού του θεού του ζώντος, στο ανθρώπινο πεπρωμένο, η
Σταύρωση, η Ταφή, η κοινή μοίρα των θνητών, όπως ήταν προδιαγεγραμμένο από
καταβολής κόσμου, άφησε άναυδους τους μαθητές, δεν υπήρχαν περιθώρια για αισιοδοξία.
Οι
ληστές πάλευαν ακόμα με το θάνατο, πάνω στο ξύλο του σταυρού τους.
«Αν
είσαι θεός, κατέβα τώρα από το σταυρό, σώσε τον εαυτό σου κι εμένα!» Είχε
λοιδωρήσει ο ένας. Χαμογέλασε πικρά ο Ιησούς. «Κι εσύ, άνθρωπε μου, δεν με
κατάλαβες», ψέλλισε.
«Δεν
φοβάσαι, τι λες; Πάσχεις μαζί με τον θεό και δεν βάζεις μυαλό;» Του επιτίμησε ο
άλλος. Και γυρίζοντας στον Ιησού, παρακάλεσε: «Θυμήσου με Κύριε, όταν έρθεις
στη Βασιλεία σου!»
«Σου το υπόσχομαι από τώρα. Εσύ θα είσαι
ο πρώτος που θα καλέσω κοντά μου!». Τον
βεβαίωσε ο Ιησούς.
Ύστερα ήρθε το τέλος. Παρέδωσε το Πνεύμα.
Ιωσήφ με το Νικόδημο κήδεψαν σεμνοπρεπώς
το Σώμα Του και το απόθεσαν στο κενό μνημείο. Είχε προφτάσει η αμαρτωλή να πλύνει τα πόδια του με
τα μύρα του έρωτα και της
μετάνοιας της. Κι ένας βράχος έφραξε την είσοδο του Τάφου.
Οι
σταυρωτές είχαν τοποθετήσει φρουρά έξω
από το μνημείο, όπου είχαν βάλει τον Ιησού. Φοβούνταν μην πάνε οι
φίλοι και οι μαθητές του και κλέψουν και πούνε ύστερα πως αναστήθηκε. Ποιος από
τους μαθητές να τολμήσει να πλησιάσει;
Τόλμησαν
όμως οι γυναίκες. Αψήφησαν τον κίνδυνο, νίκησαν το φόβο. Και κρύβοντας στον
κόρφο τους πολύτιμα μύρα «έδραμον προς
τον τάφον του Ιησού» Κι άξαφνα σκόνταψαν στη δυσκολία: :
«Τις
αποκυλήσει ημίν τον λίθον; Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο; Θα
είναι κάποιος εκεί να μας βοηθήσει;» «Θα μας αφήσουν οι φρουροί να μπούμε;»
Κι
είναι μακρύς και δύσβατος ο δρόμος της αγωνίας και των διαλογισμών. Μόνο ο
Γολγοθάς ξεχωρίζει, ανάμεσα σε θλιβερές και δίβουλες οπτασίες...
Και
προχωρούνε μέσα στο ανθοφορεμένο περιβόλι με το πένθος ακόμα λουσμένο στα
μύρα, που χύνονται από παντού. Σφίγγουν τ' αρώματα πάνω στην καρδιά τους και
βιάζονται να τον προλάβουν, να του ράνουν με τα μύρα της αγάπης και της πίστης
τους.
Είναι
οι μυροφόρες γυναίκες που έρχονται πρώτες να του παρασταθούν στην άγονη μοναξιά
του, στη στείρα εγκατάλειψη. Ίσως να μη γνωρίζουν τι θέλουν, τι ζητούν, τι τις
έσπρωξε!
Κι
όμως κάποτε ο δρόμος της αγωνίας τελειώνει. Νάτες μπροστά στο ανοιχτό στόμα του
μνημείου. Το μνημείο άδειο! Ο λίθος; Κάποιος τον κύλησε. Τι έγινε ο
Κύριος;
Το
χάος του σκοτεινού κενού δεν αφήνει παράθυρο στην πίστη. Λησμονούν κι εκείνες
τη διαβεβαίωση του δασκάλου πως σε τρεις ημέρες θ' ανασταινόταν... Τα δάκρυα,
οι λυγμοί δεν τις αφήνουν να σκεφτούν, να θυμηθούν. Ξεσπούν:
«Μας
του πήραν τον Διδάσκαλο! Μας τον έκλεψαν!»
Δεν
βλέπουν, δεν μπορούν να διακρίνουν, να χαρούν, να πιστέψουν το γεγονός που
περίμεναν. Και κλαίνε, θρηνούν και ψάχνουν μέσα στο θάμπος του όρθρου και της διάψευσης.
«Λοιπόν;
Όλα ήταν μάταια;» Διαλογίζονται κρυφά.
Όχι.
Τίποτα δεν ήταν μάταιο.
«Τι
ψάχνετε; Τι ζητείτε τον ζώντα μετά των νεκρών; Τι θρηνείτε τον άφθαρτον ως εν
φθορά; Ουκ εστίν ώδε, αλλ' ηγέρθη! Πορευθείσαι είπατε τοις αυτού μαθηταίς...
ότι θα τους περιμένει στη Γαλιλαία κι εκεί θα τον δουν...»
Η
φωνή του λευκοφόρου, που κάθεται πάνω στην πλάκα του τάφου τις ξαφνιάζει, τις
αποσπά από τις μαύρες σκέψεις. Πώς δεν τον είχαν προσέξει!
Ηγέρθη!
Αναστήθηκε ο Διδάσκαλος. Και το φως του προσώπου του αγγέλου έδειχνε το δρόμο
της άλλης αγωνίας: της συνάντησης με τον αναστάντα Κύριο. Και το τέλος της
εγκόσμιας παρουσίας του θεανθρώπου. Και να η άλλη διάσταση της αγωνίας; Θα τον
ξαναδούν; Ο κόσμος που τον απαρνήθηκε, που τον πρόδωσε, που τον εσταύρωσε, τον
έχασε. Το ίδιο κι οι αγαπημένοι του, πιστοί και ολιγόπιστοι...
Το
φως της ανάστασης έχει διώξει το σκότος αιώνων. Τα βήματα των μυροφόρων
γυναικών αλαφραίνουν. Κρατούν ακόμα τα μύρα στην αγκαλιά τους. Η ανθοβρεφούσα
μέρα προχωρεί, ξαστερώνει.
Ο
νους, μοσχοβολάει παντού μια τρυφερή αισιοδοξία, μια πρωτόφαντη χαρά δυναμώνει
τα στήθη, μια καλημέρα εύοσμη, ένα γνώριμο «Χαίρετε!» πνέει ολόγυρο τους.
«Χαίρετε!»
Μια
φωνή μέσα στα μύρα, ντυμένη με τα μύρα, μυροφόρα κι αυτή, τις ξαφνιάζει, τις συγκινεί,
τις συγκλονίζει! Είναι μια σαρκωμένη φωνή.
«Διδάσκαλε!»
Κραυγάζουν. Απλώνουν τα χέρια να τον αγκαλιάσουν. Είναι αυτός! Είναι ο Κύριος
με τις πληγές του αιμορροούσες ακόμα! Τον βλέπουν, τον ακούν. Είναι ολοζώντανος
μπροστά τους, αναστημένος, ολόφωτος! Φτάνει η φωνή του ένσαρκου Λόγου για να
διώξει κάθε αμφιβολία...
«Διδάσκαλε!
Κύριε!»
Όμως
η χειρονομία παγώνει.
«Μη
μου απτού! Μην μ' αγγίζετε! Τώρα πια ανήκω αλλού...»
Και
το ανθρώπινο σχήμα του θεανθρώπου αρχίζει να πλαταίνει, να μεγαλώνει, να γίνεται
ένα με το άπειρο του νου, να χάνεται πίσω από τα φωτεινά όρη της νίκης της
ζωής και του θανάτου, να γίνεται φωτεινός δρόμος μεταξύ ουρανού και γης, να
διαγράφει τα όρια της δυνατότητας του ανθρώπου.
«Χαίρετε!»
Όρθρου
βαθέος, με τις ελπιδοφόρες πνοές των ανοιξιάτικων μύρων το μήνυμα της
ανάστασης του εκπεπτακότης ανθρώπου, απλώθηκε στα πέρατα του κόσμου. Επλήρωσε
την αδυνατισμένη πλάση.
Όρθρου
βαθέος... μια και μοναδική αυγή ο ταλαίπωρος κόσμος είδε αναστημένη την
αμαρτωλή του φύση…
«Εις
μιαν σαββάτων», κατά Ματθαίον.
«Και
λίαν πρωί της μιας των σαββάτων», κάτα Μάρκου.
«Τη δε μια των σαββάτων», κατά Λουκάν,
«Τη
δε μια των σαββάτων», και κατά Ιωάννην, ον ηγάπα, ο Ιησούς, ο Κύριος, ο
διδάσκαλος, ηγέρθη.
«Ουκ
εστίν ώδε, αλλ’ ηγέρθη!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου