Της Δέσποινας Στίκα
Ο Θρούμπη ήταν ένα μικρό, στρουμπουλό και χαριτωμένο ιπποποταμάκι που περνούσε τον καιρό του τσαλαβουτώντας στα νερά του μεγάλου ποταμού. Ο Θρούμπη όμως δεν ήταν ευτυχισμένος. Τα άλλα ζώα τον πειράζανε και τον στενοχωρούσαν. Είχε πια πιστέψει κι ο ίδιος ότι ήταν το πιο αντιπαθητικό πλάσμα μέσα στη ζούγκλα.
Τον λέγανε άσχημο, χοντρούλη, πλακουδομύτη, λασπιάρη, παχύδερμο...
Ώσπου μια μέρα αποφάσισε να φύγει μακριά απ' το μεγάλο ποταμό.
Πήγε να συναντήσει τα ξαδέρφια του, που είχε ακούσει ότι ζούνε μαζί με τους ανθρώπους. Με τα περαστικά χελιδονάκια τους έστειλε το τηλεγράφημα του, για να τον περιμένουν.
«Ξαδέρφια μου γουρουνάκια. Λούμπη, Μπούλη, Ζουζού έρχομαι να γνωριστούμε. Να με περιμένετε στο σταθμό του τρένου την πρώτη μέρα του χρόνου. Καλή αντάμωση. Ο ξάδελφός σας Θρούμπη, ο ιπποπόταμος».
Ύστερα μάζεψε μπανάνες, χουρμάδες, ανανάδες κι άλλες λιχουδιές που νόμιζε ότι θ' αρέσουν στα ξαδέρφια του και ξεκίνησε. Ταξίδεψε μέρες και νύχτες.
Περπάτησε ανάμεσα από δέντρα πανύψηλα, κολύμπησε μέσα σε λίμνες και ποτάμια, ανέβηκε βουνά και διέσχισε πεδιάδες, ώσπου μπήκε κάποτε στις πολιτείες των ανθρώπων κι ανέβηκε στο πρώτο τρένο.
Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μια σκέψη μόνο βασάνιζε το μυαλουδάκι του.
- Άραγε θα με δεχτούνε όπως είμαι τα ξαδερφάκια μου ή θα με κοροϊδεύουνε κι αυτά όπως οι φίλοι μου στη ζούγκλα:
Ανήμερα Πρωτοχρονιάς το τρένο μπήκε σφυρίζοντας στο σταθμό, όπου περίμεναν τα γουρουνάκια.
Όλα γύρω ήταν στολισμένα γιορτινά, λαμπιόνια αναβοσβήνανε, χρυσό αστεράκια έλαμπαν παντού κι ένα λεπτό κατάλευκο χιόνι είχε απλωθεί πάνω στις στέγες των σπιτιών και στα ψηλά τα δέντρα. Ο Θρούμπη δε χόρταινε να θαυμάζει όλα τα παράξενα που έβλεπε.
Ο Λούμπης, ο Μπούλης κι η Ζουζού. περίμεναν με αγωνία να τον γνωρίσουν.
Μαζί τους ήσαν κι άλλα ζώα της αυλής, η χήνα, ο σκύλος, ο γάιδαρος, ο κόκορας, τρεις κότες και μια γάτα. Μόνο η γαλοπούλα έλειπε. Τα ίχνη της είχαν χαθεί απ’ την παραμονή των Χριστουγέννων.
Έρχεται! Έρχεται! φώναζαν χαρούμενα όλα τα ζώα μαζί. Τον είδαν πράγματι να κατεβαίνει από το τρένο κρατώντας ένα τεράστιο καλάθι με τα δώρα του.
- Εκείνο το άγνωστο παχουλό ζώο πρέπει να είναι, φώναζε πρώτα ο κόκορας.
- Δεν είναι δυνατόν! δεν είναι αδύνατο, θέλω να πω, άρα είναι δυνατόν! Μπέρδεψε τα λόγια του ο Λούμπης.
- Αυτός είναι, καλέ! Φώναξε και η Ζουζού. Δεν το βλέπετε πόσο τεράστιο και χαριτωμένο είναι;
- Καλώς το ξαδερφάκι μας! Καλωσόρισες. Χρόνια πολλά! Καλή Χρονιά! έλεγαν τρέχοντας προς το μέρος του Θρούμπη τα τρία γουρουνάκια.
Ο σταθμός του τρένου γέμισε αγκαλιές, φιλιά, ευχές και χαρούμενα ξεφωνητά.
- Μα πώς με γνωρίσατε αμέσως: ρώτησε όταν ηρέμησαν, το ιπποποταμάκι, που δεν πίστευε πως θα του έκαναν τόσο θερμή υποδοχή.
- Μα είναι απλό, ξάδερφε! του είπε γελώντας ο Μπούλης. Το σόι μας έχει μόνο όμορφους και μπρατσωμένους τύπους. Κι εσύ είσαι πιο αφράτος, πιο παχουλός και πιο ωραίος απ' ότι φανταζόμαστε.
Μα, σοβαρολογείτε; Όμορφος εγώ; απόρησε ο Θρούμπη.
- Και βέβαια είσαι όμορφος κι εντυπωσιακός. Έχεις υπέροχο σώμα, θαυμάσανε τα τρία γουρουνάκια.
- Τα πάχη σου θα τα ζήλευε κι η πιο θρεμμένη γουρουνοπούλα, του είπε ο σκύλος γελώντας.
- Τι επιβλητικός που είσαι μ΄αυτές τις τεράστιες διαστάσεις! τον παίνεψε η γάτα.
- Στο πάτημα σου τρέμει η γη! θαύμασαν οι τρεις κότες.
- Να μας μιλήσεις για τα μυστικά σου, τι τρως. τι πίνεις, πως γυμνάζεσαι για να σου μοιάσουμε, του πρότεινε η Ζουζού.
Ο Θρούμπη πετούσε στα σύννεφα από τη χαρά του.
«Αυτή η Πρωτοχρονιά είναι η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου», σκέφτηκε. Τα λόγια τους είναι για μένα το καλύτερο δώρο.
Εγκαταστάθηκε στο στάβλο, αφού τα ζώα είχαν πάρει την άδεια από το σπιτονοικοκύρη και κάθε μέρα γινόταν πανηγύρι γύρω απ' το ιπποποταμάκι. Τα ζώα της αυλής δε χόρταιναν να τον ακούνε να μιλάει για τον κόσμο της ζούγκλας, για τα μεγάλα άγρια ζώα, για το λιοντάρι, την τίγρη, την καμηλοπάρδαλη, για τις μαϊμούδες, τους κροκόδειλους, για τους ελέφαντες και για χίλια δυο πρωτάκουστο πράγματα.
Όμως όταν πέρασαν οι γιορτινές μέρες ο Θρούμπη νοστάλγησε ξανά τη ζούγκλα, το κολύμπι στο μεγάλο ποτάμι, τους άλλους ιπποπόταμους και τους φίλους που τον είχαν πικράνει.
- Ας λένε για μένα ότι θέλουν πια τα ζώα της ζούγκλας, σκέφτηκε. Τώρα ξέρω πως έχω κι εγώ τη δική μου χάρη, έχω ομορφιά και δύναμη. Μου το βεβαίωσαν αυτό τα ζώα της αυλής και τα ξαδέρφια μου τα γουρουνάκια που με αγαπούν και με θαυμάζουν.
Έτσι μια μέρα πήγε στο σταθμό του τρένου για το ταξίδι της επιστροφής. Τα ζώα της αυλής τον συνοδέψανε συγκινημένα και τον φόρτωσαν τρόφιμα για τη διαδρομή. Δακρυσμένος τους αποχαιρέτησε ο Θρούμπη.
- Σας ευχαριστώ, καλοί μου φίλοι, γιατί εσείς μου κάνατε το πιο σπουδαίο δώρο, τους είπε καθώς ξεκίναγε το τρένο.
- Μου δώσατε αυτοπεποίθηση, τους φώναξε, για ν’ ακουστεί απ’ όλους.
- Στο καλό. Στο καλό να πας και να μας ξανάρθεις, του φωνάξανε εκείνα κουνώντας φτερούγες και ουρές, ότι είχε το καθένα.
- Και βέβαια θα ξανάρθω, είπε ο Θρούμπης. θα ξανάρθω γιατί εσείς με κάνατε να είμαι πάλι ευτυχισμένος και αυτό είναι κάτι που δεν ξεχνιέται ποτέ.
Ακούστηκαν σφυρίγματα και το τρένο ξεκίνησε παίρνοντας το ιπποποταμάκι πίσω στη ζούγκλα, σίγουρο όμως τώρα για τον εαυτό του και χαρούμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου