Ένα πολυπολιτισμικό χριστουγεννιάτικο παραμύθι του Γιάννη Μπάρτζη.
Η φάτνη στην πλατεία ήταν καινοτομία του νέου μας Δημάρχου. Δώρο προς το χωριό μας, για να μην παραπονούμαστε ότι μας αγνοεί χρονιάρες μέρες.
Θα μου πείτε:... όταν μας κάνει τον κουφό που του ζητάμε πόσιμο νερό, όταν δε στέλνει και σ' εμάς απορριμματοφόρο και πετάμε τα σκουπίδια στα χωράφια μας με τα τρακτέρ, όταν οι δρόμοι μας είναι ακόμα ανασφάλτωτοι γεμάτοι από νερολακούβες και ο «δημοτικός μας φωτισμός» αποτελείται από δυο γλόμπους στην πλατεία κι άλλον ένα -σπασμένο μήνες τώρα- στο προαύλιο της εκκλησίας... η φάτνη μας εμάρανε!
Κι όμως, οι πιο πολλοί συγχωριανοί το χάρηκαν το στολισμό των Χριστουγέννων, «Επιτέλους!» είπαν, «είδε και το χωριό μας φωτεινές γιρλάντες!». Ήταν ειλικρινές κι εγκάρδιο. λοιπόν, το «εύγε» προς το Δήμαρχο, που πήρε την πρωτοβουλία κι έστειλε σ' εμάς τα περισσεύματα από τον εορταστικό διάκοσμο της πόλης, θα νιώθαμε έτσι και εμείς ατμόσφαιρα γιορτών!
Ήρθαν εργάτες απ' το Δήμο και κρεμάσανε σχοινάκια με λαμπιόνια made in china σε στύλους γύρω απ' το ναό, τύλιξαν με καλώδια φωτός πέντε -έξι ακακίες και πουρνάρες, που φαντάζανε μες στο σκοτάδι ως μικροί έναστροι ουρανοί και στήριξαν έξω από τα μαγαζιά της Αγοράς πράσινα φωτεινά δεντράκια, αστεράκια χρυσαφιά και καμπανούλες κόκκινες. «Έτσι στολίζουνε τους δρόμους τα Χριστούγεννα οι πολιτισμένοι», έλεγαν οι ταξιδεμένοι του χωριού, που ήξεραν, γιατί είχαν δει πολλά .
Μα το εντυπωσιακότερο ήταν η φάτνη. Σε μια περίοπτη γωνιά, στη δυτική άκρη της πλατείας, οι τεχνικοί του Δήμου, είκοσι μέρες πριν απ' τις γιορτές, έστησαν την αναπαράσταση της θειας Γέννησης, Έφτιαξαν τη σπηλιά της Βηθλεέμ, μεγάλη όσο να χωράνε μέσα άνθρωποι σωστοί. Έστρωσαν άχυρα στο δάπεδο, φτιάξανε το παχνί γεμάτο άχυρο και γύρω του τοποθέτησαν ένα βοϊδάκι, ένα άλογο, ένα γαϊδούρι και δυο πρόβατα. Πλαστικά ήσαν, αλλά μας άρεσαν, και πιο πολύ τα βράδια, που τα φώτιζε ένα κρυμμένο προβολάκι με ωχροκίτρινες ακτίνες.
Δίπλα στα «ζωντανά» στέκονταν ο Ιωσήφ και η Μαρία με το θείο Βρέφος αγκαλιά. Όλοι από πλαστικό και με φωτάκια εσωτερικά, που άναβαν τις νύχτες με αυτόματο μηχανισμό, Κι απ' έξω απ' τη σπηλιά αραχτές οι τρεις γκαμήλες και οι μάγοι δίπλα τους με στέμματα χρυσά βασιλικά και δώρα από γλασέ χαρτί στα χέρια. Το σκηνικό συμπλήρωνε ένας προβολέας 500 Βατ, που στηριγμένος σε κολόνα της ΔΕΗ τα 'λουζε όλα με περίσσιο φως από ψηλά κι έκανε τη γωνιά αυτή να μοιάζει μαγική, απόκοσμη. Ιδιαίτερα σαν τύχαινε να αντιπαλεύει η λαμπερή ισχύς του την ομίχλη ή το χιονιά που εκείνη τη χρονιά ενέσκυψε στον τόπο μας «δριμύς».
Τις νύχτες, που το κρύο γινόταν τσουχτερό, το χιόνι λεύκαζε δρόμους και στέγες και ο αέρας σφύριζε απειλητικά κατηφορίζοντας από τις κοντινές μας ελατόφυτες βουνοπλαγιές, το εσωτερικό της φάτνης θύμιζε την άγια γαλήνη της σπηλιάς, εκείνης που είχεν επιλέξει ο Ποιητής των Ουρανών ως πρώτη γήινη του κατοικία.
Η εικόνα προστασίας και ζεστασιάς κίνησε αρχικά το ενδιαφέρον μιας μικρής αγέλης από αδέσποτο, που λημεριάζανε έξω απ' το χασάπικο, ως μόνιμοι θαμώνες της πλατείας μας. Τέτοια φωλιά! Ούτε παραγγελία... Έκαναν ανερώτητα «κατάληψη» και συντροφεύανε τους,.. πλαστικούς δικαιούχους του σκηνικού.
Κάποιοι βέβαια που τα είδαν, ενοχλήθηκαν, κι έστειλαν αίτημα στο Δήμαρχο να επιληφθεί του θέματος. Εκείνος πήρε στο τηλέφωνα τον αστυνόμο της περιοχής να του αναθέσει την υπόθεση, μα σαν το καλοσκέφτηκαν οι δυο τους… αποφασίσανε να μη βάλουν σ' ενέργεια τις φόλες, μέρες που είναι. «Στο κάτω κάτω της γραφής, που λέει κι ο λόγος», είπε ο αστυνόμος, μ' ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο κάτω απ' το μουστάκι του. «ποιος βεβαιώνει ότι δεν υπήρχανε σκυλιά στη Φάτνη της Γεννήσεως!».
Με το αδιάσειστο επιχείρημα του φύλακα του νόμου και τα η τάξης, συμφώνησε κι ο Δήμαρχος κι έδωσε χάρη στα αδέσποτα, να χαίρονται ανενόχλητα τη θαλπωρή του σπηλαίου.Οι πλέον ιδιότροποι συγχωριανοί μας, θιασώτες των καφενέδων της πλατείας, οι οποίοι δεν εγνώριζαν τι είχε συζητήσει ο Αστυνόμος με το Δήμαρχο, και δεν έβλεπαν αρμόδιους να διώχνουν τα σκυλιά, έκαναν σχόλια για αδιαφορία του κράτους» και για «εγκατάλειψη της επαρχίας στη μοίρα της». Αλλά οι διαμαρτυρίες τους σταμάτησαν εκεί, ανάμεσα στην τσιγαρίλα, στο πιοτί, στην πρέφα μπερδεμένες με τις ασταμάτητες διαμάχες τους για την πολιτική και το ποδόσφαιρο.
Για τους πιο πολλούς, οι ασήμαντες εκείνες ανορθογραφίες δεν ήσαν ικανές να μειώσουν στο ελάχιστο την όμορφη εντύπωση και την αλλιώτικη εικόνα εορτασμού, που εμφυσούσε στην ψυχή τους ο νεωτερισμός της Δημαρχίας. Η φάτνη τόνιζε τη σημασία της γιορτής και σάλπιζε το μήνυμα της θείας ενανθρώπισης. Ήταν το καύχημα και το καμάρι μας!
Την «Άγια νύχτα τη χριστουγεννιάτικη» οι χαρμόσυνες καμπάνες μας ξύπνησαν αξημέρωτα, καλώντας μας στη λειτουργία της Γεννήσεως, όπου προστρέξαμε -κατά το έθιμο- μικροί μεγάλοι με τις γιορτινές μας φορεσιές και με καρδιά ολάνοιχτη, για να δεχτούμε μέσα μας το Βρέφος της Βηθλεέμ.
Σε αντίθεση με τις θερμές και προσευχόμενες ψυχές μας, τη νύχτα εκείνη ο χειμώνας έδειχνε το πιο χειρότερο του πρόσωπο. Αέρας, χιόνι, παγωνιά που να τσακίζει κόκαλα! Μέσα στην εκκλησία όμως νιώθαμε ευεξία, θαλπωρή και ζεστασιά, από τις σόμπες, τα κεριά κι από την εορταστική πολυκοσμία.
Και όλα θα κυλούσαν όπως κάθε χρόνο, μες στη μεθυστική απάθεια, στη γλυκιά παραζάλη που φέρνει η νύστα με τη λάμπουσα ατμόσφαιρα των πολυέλαιων, με τα αρωματικά νέφη του λιβανιού και το μελωδικό νανούρισμα του ιερέα και των ψαλτάδων, στην κατανυκτική σιωπή και στην ευλάβεια του εκκλησιάσματος στη σκέψη πως «γεννάται πάλιν σήμερον ο επί γης θεός», αν δε φιδοσερνόταν ύπουλα, ψιθυριστά, από τον ένανε πιστό στον άλλο, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου, η εκρηκτική φημολογία: «Αλλοδαποί βεβήλωσαν τη φάτνη μας!».
Ε, όχι! Αυτό πια ξεπερνούσε τα όρια κάθε ανοχής' Μια κρυμμένη οργή ξεχείλισε σε πολλά στόματα. Ξεπεράστηκαν ακόμα και τα όρια αυτοσυγκράτησης, που επέβαλλε η στιγμή εκείνη της λατρείας και ο χώρος ο ιερός. Η βοή του πλήθους -λάμια ανατολίτικου παραμυθιού- γιγάντωσε κι έπνιξε ψαλμωδίες και προσευχές. Οι κεραυνοί του έξω ουρανού, που φρύαζε από ψυχρή αγριάδα, βρήκαν ρωγμές και τρύπωσαν σε ανθρώπινες καρδιές. Μάταια οι επίτροποι κι ο νεωκόρος έκαναν νεύματα για πειθαρχία και σιωπή. Το κλίμα της κατάνυξης είχε μοιραία διασαλευτεί.
Κάποιοι θερμόαιμοι έφηβοι βγήκαν από την εκκλησιά κι έτρεξαν στην πλατεία, για να δουν και να μας φέρουν λεπτομέρειες.
Ήταν αλήθεια. Ξένοι είχαν μπει στη φάτνη κι έκλεισαν μάλιστα την είσοδο με τσίγκους, ξύλα και χαρτόνια. Έξω οι καθιστές γκαμήλες ήταν σκεπασμένες απ' το χιόνι και οι μάγοι δεν έβλεπαν πια πού ν' απευθύνουνε τ' αστραφτερά τους δώρα! Μέσα φαινόταν αναμμένο φως κι ακούγονταν αλβανικές κουβέντες!
Το σούσουρο μες στο ναό έδινε κι έπαιρνε. «Μα πού το πάνε; Δε σέβονται πια τίποτα! Τι άλλο θα δούμε με δαύτους;». «Δε φτάνει που τους δίνουμε δουλειές- Δε φτάνει που τους μπάζουμε στα σπίτια μας.. Δε φτάνει που μας κλέβουνε... θα μας χαλάσουν τώρα και τα έθιμα μας;»,
Υπήρξαν βέβαια και ψυχραιμότερες απόψεις, που έκαναν λόγο για βαριά εκμετάλλευση των ξένων απ' τους χωριανούς, για σκληρές εργασίες στα χωράφια που πληρώνονταν ελάχιστα, για φτωχοκάλυβα και παραπήγματα που τους νοικιάζανε λες κι ήταν σπίτια αληθινά, για δυσκολίες που είχε εκείνος ο χειμώνας με παιδιά σε τέτοιους χώρους..., μα ποιος τους άκουγε!
Τέσσερις-πέντε οικογένειες αλλοδαπών που εκκλησιάζονταν μαζί μας, έσμιξαν όλοι τους σε μια γωνιά με αμηχανία και φόβο. Τα παιδιά τους κάθονταν μπροστά, δίπλα στον άμβωνα, με όλα τα χωριατόπουλα που ήσαν γνώριμοι και φίλοι απ' το σχολείο.
Εκείνα αντάλλασσαν κουβέντες για το φλέγον ζήτημα, με υποθέσεις ότι μάλλον δεν επρόκειτο για συγγενείς δικούς τους.
Η λειτουργία συντομεύτηκε εν τέλει απ' τον παπά και η απόλυση έγινε κατά τα καθιερωμένα, με ανταλλαγές ευχών αλλήλων, σε μιαν ατμόσφαιρα διάχυτου ηλεκτρισμού.
Κοινή σε όλους η πεποίθηση ότι θα είχαμε επεισόδια. Οι πιο φιλήσυχοι σταυροκοπήθηκαν, μάζεψαν τα παιδιά τους κι έφυγαν για το γιορταστικό τραπέζι, αποφεύγοντας το δρόμο της πλατείας. Οι άλλοι, οι... «παλικαράδες», πήγαν να «καθαρίσουν» την υπόθεση βεβήλωσης. Συγκεντρωθήκανε φωνάζοντας έξω απ' τη χιονισμένη φάτνη, κραδαίνοντας ομπρέλες και φουρκόξυλα.
Το πρόχειρο κάλυμμα της εισόδου άνοιξε από τους μέσα, που σαν είδαν την οργή του πλήθους, έσκυψαν, μάζεψαν τα πράγματα τους και αποχώρησαν με τρόμο. Ένας άντρας ταλαίπωρος άνοιγε διάδρομο στο παγωμένο χιόνι και μια γυναίκα νεαρή από πίσω του ακολουθούσε με βήματα δειλά, τρεμάμενα. Στα χέρια της κρατούσε με στοργή, μες σε παλιόρουχα, ένα βρέφος σιωπηλό.
Ο αγέρας φυσομανούσε με βία απειλώντας να ξεριζώσει τα γύρω δέντρα. Το κρύο είχε μαργώσει όλη την πλάση γύρω και πολιορκούσε επίμονα τα εσώψυχά μας. Ο προβολέας του σκηνικού τρεμόπαιζε, σπαταλώντας ακτίνες πότε κατά το θεριεμένο ουρανό και πότε κατά τα πλαστικά ομοιώματα των Μάγων και της θείας Οικογένειας. Οι ξένοι βγήκαν απ' την εορταστική φωτοχυσία και παραλίγο να τους καταπιεί το τελευταίο σκοτάδι και ο κακός καιρός.
Τους πρόλαβε όμως μια φωνή ανθρωπιάς: «Μα, είναι τόπος η σπηλιά για το μωρό; Ξεπάγιασε, δεν το βλέπετε; Ελάτε μαζί μου. θα μείνετε στο σπίτι μου σήμερα!». Μεμιάς όλα αλλάξανε. Η πρόταση του γερο-Νίκου «του άκληρου», όπως τον έλεγαν στο χωριανοί, σπίθισε τέτοια θέρμη, που λες κι εξαφανίστηκε απ' την πλατεία ο χιονιάς. Ο αγέρας σαν να κοντοστάθηκε κι ο προβολέας σταθεροποιήθηκε φωτίζοντας τριγύρω γελαστά, γαληνεμένα πρόσωπα.
«Θα φέρω μωρουδίστικα που 'χω κρατήσει απ' τα εγγόνια μου! Να το ντύσουμε το καψερό!» είπε η θεια-Μαρία η Στράταινα.
«Έχω μια κούνια για μωρό και κουβερτούλες μάλλινες!» πετάχτηκε ολοπρόθυμη κι η Φρόσω του χασάπη. Ο γερο-Νίκος κι η κυρά του έπιασαν αγκαζέ τη μάνα με το βρέφος και ξεκίνησαν. Από κοντά ο ξένος άντρας και οι χωριανοί, που διαγκωνίζονταν ποιος θα προσφέρει περισσότερο για τη φροντίδα τους.
Δυο νεαροί μείνανε δυο λεπτά στο σκηνικό, πέταξαν μακριά τους σκουριασμένους τσίγκους, τα χαρτόνια και τα ξύλα κι αποκατέστησαν την προηγούμενη ευταξία της φάτνης. Το χωριό μας ήταν και πάλι έτοιμο να γιορτάσει τα Χριστούγεννα
κατά πώς έπρεπε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου