Μια φορά κι έναν καιρό, παραμονή Πρωτοχρονιάς ξεκίνησε ο Άι-Βασίλης με το έλκηθρο φορτισμένο ως επάνω με λογιών λογιών παιγνίδια.
Μα συνέβηκε τότε κάτι το αναπάντεχο! Καθώς περνούσε μέσα από το παγωμένο δάσος κι ο αγέρας σφύριζε ανάμεσα στα δέντρο και το χιόνι έπεφτε πυκνό… έτυχε να συναντηθεί με έναν πεινασμένο λύκο.
- Τι απρόσμενο δώρο είναι αυτό μουρμούρισε ο λύκος τρίβοντας καταευχαριστημένος τις μακριές του μουστάκες.
Οι τάρανδοι του έλκηθρου κοκάλωσαν μονομιάς βλέποντας μπροστά στα ρουθούνια τους να γυαλίζουν από πείνα τα μάτια του αγριμιού.
Ο Άγιος ωστόσο δεν έχασε την ψυχραιμία του.
Τι ζητάς, αγαπητέ μου; τον ρώτησε.
Θεούλη μου, τι απρόσμενο δώρο επανέλαβε στον ίδιο ρυθμό ο λύκος και ξερογλείφοντας, καθαρίζοντας από το χιόνι τη μουσούδα του.
- Χμ, συγγνώμη… ξέρετε… δεν έχω δώρα για λύκους. Ούτε καν κολατσιό για το δρόμο δεν έχω πάρει μαζί μου. Αν είχα, να είστε βέβαιος, κύριε Λύκε, ότι θα σας το παραχωρούσα ευχαρίστως, τον διαβεβαίωσε ο Άγιος Βασίλης. Δυστυχώς... τώρα μόνο παιχνίδια για παιδιά έχω. Λυπάμαι, δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σας, του είπε ήρεμα και τράβηξε το χαλινάρια των ταράνδων, δίνοντας τους το σύνθημα να ξεκινήσουν. Μα τότε γυάλισαν ακόμα πιο πολύ τα μάτια του λύκου κι άστραψαν σαν δυο μικρά φωτάκια μέσα στη χιονισμένη νύχτα.
- Μπα, τι μου λες. Δεν έχεις να πας πουθενά! φώναξε αγριεμένος.
Σάστισε ο Άγιος Βασίλης. Έμεινε για λίγο να κοιτάζει αποσβολωμένος το κακό εκείνο νυχτερινό συναπάντημα και ψιθύρισε έκπληκτος.
- Αυτό δε μου έχει συμβεί ποτέ πάλι!
- Ούτε εμένα μου έχει ξανασυμβεί, απάντησε ο λύκος. Όλοι μου έλεγαν ότι η Κοκκινοοκουφίτσα είναι ένα μικρό αδύνατο κοριτσάκι, που τριγυρίζει στο δάσος τον καλό καιρό με το καλάθι της γεμάτο νοστιμιές. Πού να το φανταστώ πως θα τη συναντούσα μέσα στο καταχείμωνο, τώρα που είναι η βαριά η πείνα, τώρα που όλα τα ζώα είναι χωμένα στις φωλιές τους; Πού να το φανταστώ ότι θα έβλεπα ολοζώντανη μπροστά μου όχι απλά μια Κοκκινοσκουφίτσα... μα μια Κοκκινοσκαυφάρα, μάτια μου! με ολοστρούμπουλη κοιλάρα και με τροφαντά κατακόκκινα μαγουλάκια: Πού να φανταστώ ότι αντί μικρό καλάθι κουβαλάει στη γιαγιά της φαγητά με τις τσουβάλες; Θεούλη μου, λιγώνομαι! Σ' ευχαριστώ για το θησαυρό που μου έστειλες αυτή την άγρια νύχτα!
- Τώρα εξηγούνται όλα! αναφώνησε ο Αϊ-Βασίλης. Τούτος εδώ απ' την πολλή την πείνα άλλα βλέπει κι άλλα φαντάζεται. «Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται», που λένε! Αν δε βιαζόμουν, θα μπορούσα να γελάω ώρες με το πάθημα του. Άσε που έχουν φοβηθεί οι δυο μου τάρανδοι. Καιρός να του δίνουμε.
Τράβηξε λοιπόν και πάλι τα λουριά κατά το μέρος του, σημάδι για τα ζώα να ξεκινήσουν.
- Άντε ταρανδάκια γοργοπόδαρα, ορμήστε μπροστά, αρκετό χρόνο χάσαμε. Τα παιδιά όλου του κόσμου μας περιμένουν.
- Επ, πού πάτε; έσκουξε ο λύκος κι έφραξε το δρόμο με το σώμα του. Εδώ που τα λέμε κι εσείς δε μου είστε αδιάφορος μεζές! Μοιάζετε με ελάφια αλλά... όχι και τόσο κανονικά. Κι εσείς τεράστια μου φαίνεστε όπως η αφέντρα σας. Είστε και άσχημα και μεγαλόσωμα. Μα αυτό δεν είναι θέμα. Ο παππούς μου έλεγε: «Η νοστιμιά δε χαλάει με το πάχος».
Ύστερα άρχισε να μουρμουρίζει κάτω απ' τα δόντια του: «Ν' αρχίσω άραγε από το ένα ελάφι; Η μήπως είναι καλύτερα να τους αφήσω να φύγουν και να τους ακολουθήσω κρυφά ως την καλύβα της γιαγιάς; Αν είναι έτσι η εγγονή, φαντάζομαι πόση θα είναι η γιαγιά! Σωστή Κοκκινομαντραχαλίτσα! Ω, πόσο έξυπνα σκέπτομαι ώρες ώρες! Αυτά θα κάνω. Πρέπει όμως να γίνω γλυκός σαν ζάχαρη και μελιστάλαχτος, να μη με υποψιαστούν.
- Καλή μου, μπορείτε να πηγαίνετε. Χίλια συγγνώμη για την καθυστέρηση. Καλό δρόμο. «Ώρα καλή στην πρύμνη σας κι αέρας στα πανιά σας κι ούτε λύκος αχόρταγος να μη βρεθεί μπροστά σας».
- Είναι τελείως τρελός! είπε ο Αϊ-Βασίλης και διάταξε τους ταράνδους του: Πάμε, παιδιά!
Οι τάρανδοι φοβισμένοι ακόμα έκαναν τα πρώτα δειλά βήματά τους κι όταν είδαν το λύκο να παραμερίζει, ξαναβρήκαν τις δυνάμεις τους και άνοιξαν ταχύτητα. Ο Άγιος Βασίλης τυλίχτηκε στην κόκκινη κάπα και στηρίχτηκε καλά στο κάθισμα του ρίχνοντας μια ματιά στα σακιά με τα δώρα που αναπήδησαν μέσα στο έλκηθρο.
Ο λύκος συγκέντρωσε όσες δυνάμεις του απόμεναν και άρχισε να τρέχει ξοπίσω τους. Οι τάρανδοι. ο Άγιος των παιδιών, το έλκηθρο γεμάτο δώρα και ο λαχανιασμένος λύκος διέσχισαν το δάσος περνώντας με γρηγοράδα ανάμεσα από χιονισμένα δέντρα, ανηφόρησαν με δυσκολία σε θαμνόφυτα λοφάκια και κατέβηκαν γλιστρώντας τις πλαγιές αφήνοντας ένα μακρύ ίχνος στο χιόνι.
Ο λαγός που τους είδε στην άκρη του δάσους, απόρησε:
- Πρώτη φορά βλέπω Άγιο Βασίλη να έχει για βοηθό του ένα λύκο! Του φάνηκε μάλιστα πολύ ύποπτο αυτό και για καλό και για κακό προτίμησε να κλειστεί στη φωλιά του με σβελτάδα, Όταν και τα τελευταία δέντρα του δάσους έμειναν πίσω, φάνηκαν στον ορίζοντα τα φώτα του πρώτου χωριού. Ο Άγιος ειδοποίησε τους ταράνδους να κόψουν ταχύτητα.
- Επιτέλους! καιρός ήταν ξεφώνισε ο λύκος. Λίγο ακόμα και θα λιποθυμούσα από την κούραση! Καλά που δε με έχουν πάρει χαμπάρι. Γιαγιά και Κοκκινοσκουφίτσα θα είναι σε λίγο στα χέρια μου!
Το έλκηθρο σταμάτησε έξω από ένα μικρό φτωχόσπιτο. Ο Αϊ-Βασίλης κατέβηκε και φορτώθηκε τον πρώτο σάκο. Ο λύκος κρυμμένος πίσω οπό κάτι θάμνους παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα.
- Τώρα θα χτυπήσει την πόρτα, θα ανοίξει η γιαγιά, θα φιληθούνε με χαρά και θα μπουν στο σπίτι. Ύστερα θα πάω κι εγώ. Είναι τόση η πείνα μου, ώστε με μια χαψιά θα τις κατάπινα και τις δύο!
Όμως τα πράγματα δεν έγιναν όπως τα είχε φανταστεί. Η στρουμπουλή και ροδομάγουλη, όπως νόμιζε. Κοκκινοσκουφίτσα, δεν πήγε προς την πόρτα του σπιτιού, Στήριξε μια σκάλα και ανέβηκε στα κεραμίδια. Από εκεί κατέβηκε στο δωμάτιο και ξαναβγήκε πάλι βουτηγμένη στην καπνιά. Ο λύκος τρελάθηκε. Έχασε τελείως την ψυχραιμία του και ξέσπασε την οργή του σε δυνατά ουρλιαχτά.
Αουουουουουου! Αουουουουου! Αούουουουου!
Ώσπου να κατεβεί ο Αϊ-Βασίλης από τα κεραμίδια, ο λύκος όρμησε πάνω στους τρομαγμένους ταράνδους με κακές διαθέσεις.
- Α! κακός μπελάς μας βρήκε με δαύτον! είπε ο Άγιος εκνευρισμένος και ανέβηκε στο έλκηθρο. Τράβηξε απότομα τα γκέμια και οι τάρανδοι ξεκίνησαν με μεγάλη ταχύτητα. Ο λύκος ακολουθούσε μανιασμένος και πηδούσε ν' ανεβεί στο έλκηθρο. Δυο τρεις φορές κατόρθωσε να δαγκώσει τους σάκους με τα παιχνίδια. Κάποια απ' αυτά σκίστηκαν από τα κοφτερά του δόντια. Τα στοιβαγμένα δώρα χύθηκαν και σκόρπισαν στους δρόμους του χωριού. Ένα παιχνίδι χτύπησε στο κεφάλι το λύκο και τον πέταξε κάτω.
Ο Αϊ-Βασίλης, βλέποντας τη ζημιά που γινόταν, ζήτησε από τους ταράνδους να αυξήσουν την ταχύτητα. Τελικά κατόρθωσαν να ξεφύγουν. Υπήρξαν όμως απώλειες σε παιχνίδια. Αν εσύ, φίλε μου, φέτος την Πρωτοχρονιά δε λάβεις το δώρο που ζήτησες, μη νομίσεις ότι ο Άγιος Βασίλης σε έχει ξεχάσει ή ότι δε σε αγαπάει,
Μάλλον το δικό σου δώρο πρέπει να ήταν εκείνο, που έφυγε με δύναμη από το τρύπιο τσουβάλι και χτύπησε το λύκο κατακούτελα. Το δικό σου παιχνίδι ήταν εκείνο που τον πέταξε κάτω από το έλκηθρο κι έτσι γλίτωσαν τα δώρα των άλλων παιδιών.
Να είσαι βέβαιος γι' αυτό και να χαίρεσαι που τα κατάφερε τόσο καλά το παιχνίδι σου. Αλλά το πιο βέβαιο είναι ότι Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΕ ΑΓΑΠΑΕΙ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου