(από το βιβλίο "Το αλφαβητάρι της φύσης" της Μαρίας Φραγκιά, ζωγραφιές Μάρω Αλεξάνδρου)
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε
μια όμορφη κοπέλα που τη λέγανε Μαρουσώ. Ήταν τρισχαριτωμένη, ευγενικιά και
γλυκομίλητη κι όλος ο κόσμος την αγαπούσε. Παντρεύτηκε ένα όμορφο παλικάρι, τον
Αλέξανδρο, και ζούσαν ευτυχισμένοι. Όταν μάλιστα κατάλαβαν πως, σε λίγους
μήνες, θα αποχτούσαν κι ένα παιδάκι, κόντεψαν να τρελαθούν από τη χαρά τους!
Δυστυχώς όμως έγινε πόλεμος κι ο Αλέξανδρος
έπρεπε να πάει να πολεμήσει... "Να μας σκέφτεσαι κάθε στιγμή",
ψιθύρισε δακρυσμένη η κοπελιά στον άντρα της, καθώς τον αποχαιρετούσε, "Θα
παρακαλάω κάθε βράδυ να τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος και να γυρίσεις κοντά
μας". Πόσο δυστυχισμένη ένιωσε καθώς τον έβλεπε να φεύγει!
Ο
καιρός περνούσε κι ο πόλεμος δεν έλεγε να τελειώσει. Η Μαρουσώ καθώς δεν είχε
πια νέα από τον άντρα της, γινόταν κάθε μέρα και πιο λυπημένη: έπαψε να
τραγουδάει τα πρωινά, έχασε το κέφι και το γέλιο της κι όλη τη μέρα γύριζε
αμίλητη μέσα στο σπίτι, με το χέρι της πάνω στην κοιλιά της, που όλο και
φούσκωνε, Ο καιρός για να γεννήσει πλησίαζε κι ο αγαπημένος της ήταν μακριά. Τα
βράδια ξενυχτούσε μπροστά στα εικονίσματα, έκλαιγε και παρακαλούσε:
"Παναγιά μου, έχε τον καλά και κάνε να γυρίσει γρήγορα κοντά μας..."
Ένα τέτοιο βράδυ, σκοτεινό και βροχερό, την έπιασαν οι πόνο.. Κανείς δεν έμαθε
τι έγινε, μα το πρωί το μωρό είχε πεθάνει: ίσως δεν άντεξε το κρύο, ίσως πάλι
να μην άντεξε τη δυστυχία της μάνας του... Καθώς η κοπελιά το τύλιγε σε μια
κουβερτούλα για να το θάψει, της ήρθε η δεύτερη συμφορά. Ένα χτύπημα στην
πόρτα, ένα λιγόλογο σημείωμα: "Με λύπη μας σας πληροφορούμε πως ο
Αλέξανδρος σκοτώθηκε στη χτεσινοβραδινή μάχη..."
Το μυαλό της Μαρουσώς δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί, μέσα σε
μια νύχτα, έχασε τα πιο αγαπημένα της πρόσωπα. Δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί κάποιοι παρανοϊκοί κάνουν έναν πόλεμο κι
αφήνουν πίσω τους ερείπια, χήρες κι ορφανά. Τυλίχτηκε σ' ένα άσπρο σάλι κι
άρχισε να τρέχει στους δρόμους φωνάζοντας: "Ειρήνη, Ειρήνη!"
Βιαζόταν να το φωνάξει σ' όλο τον κόσμο. μπας και βάλουν οι άνθρωποι μυαλό. Μια
άσπρη, κατάλευκη φιγούρα που έβγαλε φτερά για να τρέχει σαν τον άνεμο: ένα
περιστέρι...
52
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου